- στερεοποίησις
- στερεο-ποίησις, εως, ἡ,A making firm, ib.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερεοποίηση — η / στερεοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [στερεοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεοποιώ νεοελλ. 1. φυσ. χημ. μετάπτωση ενός σώματος από την υγρή ή την αέρια φάση στη στερεά κατάσταση 2. (πετρογρ.) η πήξη λειωμένου και διάπυρου μάγματος και ο… … Dictionary of Greek
στερεοποιήσεως — στερεοποιήσεω̆ς , στερεοποίησις making firm fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)